Bikini & Social: Η ψυχολογική διάσταση
Οι περισσοτεροι ζούμε στα social media τόσο απορροφημένα και καθημερινά, που είναι πολύ έντονη και η επίδρασή τους, τόσο στο παρόν όσο και στην εικόνα που δημιουργούμε για τον μελλοντικό μας εαυτό. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν άπλετο χώρο να δείξουμε τον εαυτό μας όσο και όπως εμείς θέλουμε να μας δουν οι άλλοι. Και είναι αληθινά εθιστικό να βλέπεις αντίστοιχα και τους άλλους. Είναι άλλωστε τόσο μεγάλο το ποσοστό όσων επιλέγουν να εκθέσουν και να μοιραστούν μέρη της ζωής – και του σώματός τους – online.
Τελικά, ποιος ο λόγος που επιδεικνύουμε τo bikini μας online;
Με αυτές τις σκέψεις, τα πρώτα συμπεράσματά μου, με ευκολία μπορούν να υποστηριχθούν από τις παλιές θεωρίες στην ψυχοθεραπεία, αλλά και από τις σύγχρονες και πραγματικά πάρα πολλές ερευνητικές μελέτες της επιστημονικής κοινότητας των ψυχολόγων. Πιο συγκεκριμένα, η δύναμη που έχει η εικόνα μας και η βαρύτητα που έχει για να μας αγαπήσουν οι γύρω μας, είναι γεγονός.
Χρησιμοποιούμε πλέον τα σύγχρονα μέσα (βλέπε social media, κάμερες και φωτογραφικούς φακούς, φίλτρα και πόζες) με την ελπίδα πως θα διασφαλίσουμε την αποδοχή και την αγάπη των άλλων.
Όμως, τις περισσότερες φορές οι προσπάθειες είναι μάταιες ή δεν έχουν αποτελέσματα μεγάλης διάρκειας.
Πρόκειται για μια πραγματικότητα, αυτή της πόλωσης, όπως υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Δηλαδή, χωριζόμαστε σε δυνατούς και αδύναμους, σε όμορφους και άσχημους, σε δημοφιλείς και έχουμε έναν καθρέφτη να μας διαχωρίζει, να συντηρεί και να ενισχύει όλη αυτή τη διαμάχη. Πώς θα γίνει να μην είμαι άσημος και ασήμαντος και χωρίς δύναμη κοινωνικά/εργασιακά/ερωτικά/κλπ; Με ποιον τρόπο θα καταφέρω να είμαι και εγώ στην ομάδα των λαμπερών και δημοφιλών προσώπων; Μέσα από τα πρότυπα που αναπαράγονται αδιάκοπα, η συνεχής σύγκριση και οι εξιδανικευμένες φαντασιώσεις που δημιουργούνται, είναι οι πιο συχνές, δυσφορικές συνέπειες αυτής της έκθεσης.
Όσο ενισχύεται αυτός ο τέλειος και ψευδής εαυτός, τόσο πιο βαθιά και ντροπιασμένα κρύβεται η πραγματικότητά μας, με τις αδυναμίες και τις ατέλειες, με τα ψεγάδια και τα σκοτεινά μας σημεία.
Δημιουργείται λοιπόν ένας διαχωρισμός μεταξύ των όσων είναι αποδεκτό να έχω και όσων είναι απαραίτητο να κρύψω. Και πάνω σε αυτό, έχουν βρει χώρο και χρόνο να αναπτυχθούν φίλτρα και φωτογραφικές πόζες που εγγυώνται τα καλύτερα και πιο ψευδή αποτελεσματα.
Για να συμβαίνουν αυτά στο παρόν μας βέβαια, και χωρίς μάλιστα να αναγνωρίζουμε εύκολα τα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνουμε με κάθε νέα φωτογραφία παραλίας που ανεβάζουμε εμείς ή κάποιος άλλος, οι ρίζες ειναι αρκετά βαθιές. Μεγαλώνοντας σε ενα περιβάλλον συνεχούς σύγκρισης (με αδελφια, ξαδελφια, φίλους, συμμαθητές και με την προσοχή μας στο «τι θα πει η γειτονιά/οι άλλοι», ειναι φυσικό επακόλουθο να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με αγνωστους στα social media. Αναζητούμε την αποδοχή και την αναγνώριση από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε πραγματικά, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε στα πρότυπα που επιβάλλουν. Και αυτό είναι που έχουμε μάθει να κάνουμε από την παιδική μας ηλικία.
Προκειται για μια ενήλικη έκδοση της τότε αυτόματης σκέψης και συμμόρφωσης
“αφού ο μπαμπάς/η μαμά θαυμάζουν και αγαπούν και λένε τόσο καλά λόγια για τ@ Χ, θα κανω ό,τι και εκειίν@ και ακόμα καλύτερα για να με δουν και εμένα!”.
Ο λόγος; Θα μπορούσαμε να συνδέσουμε όλα τα παραπάνω με το ναρκισσιστικό πλήγμα – αυτή την τραυματική εμπειρία που μας έμαθε συνειδητά ή ασυνείδητα να αποκρύπτουμε τις αδυναμίες μας και να παρουσιάζουμε έναν τέλειο (δηλαδή ψευδή εαυτό, στον οποίο δεν επιτρέπεται λάθος, αλλά δεν αποδίδεται και αναγνώριση ή/και αποδοχή. Γιατί είναι ανάγκη μας πολύ σημαντική το να μας βλέπουν, να μας αποδέχονται και να μας αγαπούν και όταν αυτό δεν γίνεται, αυτομάτως μπαίνει σε λειτουργία ο μηχανισμός άμυνας για να μην πληγωθούμε – ξανά.