Πότε η υπερανάλυση είναι πρόβλημα και γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι;
“Θέλω να κανονίσω ένα πάρτι στο σπίτι μου. Αν δεν γίνει Σάββατο και γίνει Παρασκευή, όσοι δουλεύουν την επόμενη μέρα δεν θα έρθουν. Την τελευταία φορά όμως ήταν κρύα τα φαγητά όταν πλέον μαζεύτηκαν οι καλεσμένοι και μερικοί δεν απολάμβαναν και τόσο τη μουσική. Δεν ξέρω τι να φορέσω για να είμαι και άνετη και κομψή και μπορεί να είμαι λιγότερο περιποιημένη, κάτι που δεν θέλω αν έρθει εκείνος ο καινούργιος γείτονας που μου αρέσει. Μήπως καλύτερα να μην κάνω πάρτι; Όλα θα πάνε στραβά. Όμως, είναι κρίμα, θα μπορούσε να είναι μία πολύ όμορφη βραδιά…”
Πολλά πλάνα δεν έγιναν ποτέ πράξη καθώς χάθηκαν ανάμεσα σε χιλιάδες σκέψεις-εμπόδια, σε αναλύσεις-εφιάλτες. Η επανάληψη των ίδιων σκέψεων, η προσπάθεια να βρεθεί και να αποφευχθεί το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, η ανάγκη να προλάβουμε αυτό που θα γίνει στο μέλλον και ταυτόχρονα να μην επαναλάβουμε το λάθος που κάναμε στο παρελθόν. Ακόμη και μετά από όλα αυτά, είναι σχεδόν βέβαιο πως το τελικό αποτέλεσμα δεν θα έχει απόλυτη σιγουριά και θα ακούγεται μία εσωτερική φωνή να λέει “Μάλλον δεν έκανα σωστά τελικά…”. Σίγουρα, έχουμε περάσει όλη μία κατάσταση ή μία χρονική περίοδο κατά την οποία το μυαλό μας δεν μπορούσε να κάνει λίγη ησυχία και οι σκέψεις ήταν αλλεπάλληλες. Είναι, όμως, κύριο χαρακτηριστικό ατόμων με άγχος και μία συνειδητή ή ασυνείδητη ροπή προς την τελειομανία, όπου, μάταια, δυσκολεύονται να δεχθούν κάτι εκτός από το απόλυτα σωστό/καλό/ωραίο. Τελικά, το αποτέλεσμα, ακόμη και απλές αποφάσεις όπως “Πάμε για φαγητό ή θέατρο;” να είναι ένα δυσάρεστο δίλημμα το οποίο παίρνει απαντήσεις όπως “Δεν ξέρω, ό,τι θέλεις εσύ”. Το να πάρει κάποιος άλλος την απόφαση, είναι μία ανακούφιση, μία λύτρωση από τις σκέψεις που μόλις ξεκινήσουν δεν θα μπορούν να σταματήσουν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναλυτική σκέψη μπορεί να είναι και ανακουφιστική, να μας βοηθά να βρίσκουμε λύσεις και να γινόμαστε ευρηματικοί. Αυτό που κάνει την υπερανάλυση πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει έλεγχος ούτε και στην ίδια τη σκέψη. Αυτό έχει ως συνέπεια, ακόμη και η ίδια η διαδικασία της υπερανάλυσης να μας προκαλεί δυσφορία, άγχος, ταραχή και θυμό, συναισθήματα που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τη σκέψη και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε ψυχραιμία.
Παρακάτω, βρίσκονται χρήσιμες ερωτήσεις που δεν επιτρέπουν στην υπεραναλυτική σκέψη να γίνει αδιέξοδη:
· Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο;
Αν δεν καταφέρω να αποφασίσω τι θα κάνω στα γενέθλιά μου, τι είναι το χειρότερο που θα συμβεί πραγματικά; Πόσο ρεαλιστικά κακό θα πάθω αν δεν κανονίσω κάτι και δω τι θέλω να κάνω την ίδια μέρα με βάση αυτά που έχω όρεξη;
· Τι μπορώ να ελέγξω πραγματικά;
Καθένας από εμάς μπορεί να ελέγξει στα αλήθεια συγκεκριμένα πράγματα, κυρίως όσα έχουν να κάνουν με τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο αποδοτικό είναι, λοιπόν, να προσπαθήσω να κάνω το παιδί μου άριστο στο ποδόσφαιρο, όταν ενώ τον πηγαίνω κάθε Σάββατο, εκείνο φαίνεται να απολαμβάνει περισσότερο τη ζωγραφική;
· Τι με τρομάζει και δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι;
Οι αλυσιδωτές σκέψεις στο παρασκήνιο έχουν μόνιμο φόντο που λέει ‘Προσπάθησε κι άλλο, μην σταματάς’, σαν να σε κάνει να βιάζεσαι να προλάβεις κάτι που φοβάσαι να συμβεί. Τι θα γίνει αν τελικά όντως δεν ασχοληθώ τόσο πολύ για να βρω ποιος είναι ο καλύτερος, πιο σίγουρος και πιο ευγενικός τρόπος για να ζητήσω από τον συνάδελφό μου να πάρω άδεια πριν από εκείνον;
Δημοσιευμένο άρθρο στο JoyTv.gr